Οδηγίες για εκπόνηση πτυχιακών και εν γένει επιστημονικών εργασιών
(όπως εγκρίθηκε στη συνέλευση του Τμήματος με αριθμό 233/6-6-2023)
1. Εισαγωγή
Η εκπόνηση μιας επιστημονικής εργασίας βασίζεται στην επιστημονική έρευνα. Η επιστημονική έρευνα διακρίνεται σε δευτερογενή και σε πρωτογενή.
Η δευτερογενής έρευνα είναι η διερεύνηση κάποιων ήδη επεξεργασμένων στοιχείων. Πιο συνηθισμένη μέθοδος δευτερογενούς έρευνας είναι η βιβλιογραφική έρευνα που έχει να κάνει με τον εντοπισμό, τη μελέτη, την ανάλυση, την κριτική και τη συνδυαστική παρουσίαση θέσεων από δημοσιευμένα κείμενα.
Η πρωτογενής έρευνα διακρίνεται σε ποσοτική και ποιοτική. Η ποσοτική έρευνα βασίζεται σε μετρήσεις μαζικά επαναλαμβανόμενων φαινομένων (γεγονότα, απόψεις, συμπεριφορές) και στην εξαγωγή σχέσεων που ισχύουν κατ΄ αρχή σε κάθε συναφή περίπτωση με τεχνικές στατιστικής ανάλυσης. Η ποιοτική έρευνα βασίζεται σε συνεντεύξεις, ανάλυση κειμένων -θεωρητικών, φιλοσοφικών κ.α. πηγών ή πολιτικών κειμένων, μανιφέστων, κειμένων στα ΜΜΕ και το Διαδίκτυο κοκ.-, μελέτες περιπτώσεων, παρατήρηση, ανάλυση αρχειακού υλικού, δηλαδή σε τεχνικές που δεν στηρίζονται σε αυστηρά ποσοτικά δεδομένα, και δίνει προτεραιότητα στην ερμηνευτική προσέγγιση των δεδομένων της.
2. Καθορισμός του θέματος
Η έρευνα ξεκινά με τον καθορισμό του θέματος – δηλαδή τον προσδιορισμό των φαινομένων ή των ζητημάτων που θα διερευνηθούν και την τοποθέτησή τους σε ένα συγκεκριμένο γνωστικό πεδίο. Ο προσδιορισμός αυτός οδηγεί και στη διατύπωση του τίτλου της εργασίας. Πριν από τον προσδιορισμό των φαινομένων ή των ζητημάτων πραγματοποιείται μια βασική βιβλιογραφική έρευνα, δηλαδή μελέτη κάποιων αντιπροσωπευτικών κειμένων συναφών με το υπό διερεύνηση θέμα έτσι ώστε να διευκρινισθούν και να αποκρυσταλλωθούν οι βασικές συνιστώσες του.
Όταν καθορίζουμε το θέμα, σκεφτόμαστε αν έχει σημασία, και ποια σημασία συγκεκριμένα, καθώς και την ενδεχόμενη πρωτοτυπία του. Συνήθως στην έρευνα επιλέγουμε θέματα με σημασία (που μπορεί να θεμελιωθεί και να εξηγηθεί με σαφήνεια) και σχετική πρωτοτυπία: η ιδιαίτερη προτεινόμενη θεματική μας εστίαση δεν έχει ξαναγίνει αντικείμενο επιστημονικής διερεύνησης ή καλύπτει σημαντικά κενά στην έρευνα που έχει ήδη διεξαχθεί και δημοσιευθεί. Το ερευνητικό μας θέμα αποτελεί το βασικό μας ερευνητικό μας ερώτημα στο οποία θα απαντήσει η εργασία με την έρευνα και την ανάλυσή μας.
Π.χ. Θέμα: «Μετασχηματισμοί του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1980». Το ερευνητικό μας ερώτημα είναι: Πώς ακριβώς μετασχηματίστηκε το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1980; Σε αυτό θα απαντήσει η εργασία μας.
3. Υποθέσεις εργασίας και ερευνητικά ερωτήματα
Ο προσδιορισμός του θέματος οδηγεί στην διατύπωση της ή των υποθέσεων εργασίας ή, αλλιώς, των βασικών μας επιχειρημάτων, τα οποία θα στηρίξουμε με την όλη ανάλυση και τεκμηρίωση στην εργασία.
Η υπόθεση εργασίας είναι μία πρόταση που δηλώνεται σε μορφή που μπορεί να ελεγχθεί και θα ελεγχθεί μέσω της έρευνάς μας. Δηλαδή αν θεωρούμε ότι η δήλωση με την οποία ξεκινάμε την εργασία μας ισχύει, προσπαθούμε, μέσω της έρευνάς μας να την θεμελιώσουμε (ή, σπανιότερα να την απορρίψουμε). Με άλλα λόγια, ο έλεγχος της υπόθεσης εργασίας συνίσταται στην επιβεβαίωση ή την απόρριψή της.
Οι υποθέσεις εργασίας ή τα επιχειρήματα αφορούν τα χαρακτηριστικά των φαινομένων που πρόκειται να μελετηθούν και το πώς εξηγούνται, ή είναι υποθέσεις/επιχειρήματα για το πώς μπορούν να απαντηθούν σημαντικά ζητήματα (π.χ. υπάρχει έλλειμμα δημοκρατίας στην ΕΕ σήμερα και γιατί;). Το σημαντικό σε μία υπόθεση είναι να μπορεί να επιβεβαιωθεί. Ταυτόχρονα, δεν μπορεί να είναι αυτονόητη ή κοινώς γνωστή (μπορούμε, βεβαίως, να επιχειρήσουμε να αμφισβητήσουμε με επιστημονικό τρόπο ευρέως διαδεδομένες απόψεις).
Για παράδειγμα, στο παραπάνω θέμα, πρέπει να εξηγήσουμε τι ακριβώς θέλουμε να δείξουμε/υποστηρίξουμε με την εργασία μας σε σχέση με το βασικό μας θέμα; Τι υποθέτουμε και υποστηρίζουμε ότι συνέβη στο πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1980;
Την ισχύ των υποθέσεων αυτών ελέγχει στη συνέχεια με την έρευνα και την ανάλυσή της η εργασία μας. Όλη η εργασία δηλαδή αποβλέπει στο να επιβεβαιώσει, διαψεύσει ή επαναδιατυπώσει τις υποθέσεις αυτές.
Την υπόθεση εργασίας είναι σκόπιμο να τη διατυπώνουμε εξ αρχής στην εισαγωγή ανάμεσα στις βασικές μας θέσεις/επιχειρήματα. Π.χ. «Θα δείξω/υποστηρίξω ότι τη δεκαετία του 1980 θεμελιώθηκε στο ελληνικό πολιτικό σύστημα ένας θεμελιώδης διπολισμός». Κάθε επιμέρους κεφάλαιο ή μεγάλη ενότητα στη συνέχεια θα αναφέρεται σε αυτό το επιχείρημα, θα εξηγεί ποια επιμέρους πτυχή του αναπτύσσει, και θα την αναλύει και τεκμηριώνει. Έτσι «αποδεικνύουμε» τις υποθέσεις/επιχειρήματά μας και καταλήγουμε στα συμπεράσματά μας, τα οποία επιβεβαιώνουν ή τροποποιούν τις αρχικές μας υποθέσεις/επιχειρήματα.
Η διατύπωση υποθέσεων εργασίας/επιχειρημάτων απαιτεί μια αυξημένη εξοικείωση με το θέμα. Άρα θα πρέπει να έχει προηγηθεί η βασική βιβλιογραφική έρευνα (όπως αναφέρθηκε προηγουμένως).
Παράλληλα απαιτείται μια ερευνητική ωριμότητα και ένα επιστημονικό ήθος από τον ερευνητή που θα τον καταστήσουν ικανό να αποδεχθεί και να δημοσιοποιήσει τυχόν ευρήματα που προκύπτουν από την συλλογή και ανάλυση του υλικού του και τα οποία διαψεύδουν τις υποθέσεις του. Κάτι τέτοιο δεν είναι πάντα εύκολο διότι κάθε άνθρωπος προσεγγίζει τα φαινόμενα με τα οποία έρχεται σε επαφή, όχι ουδέτερα αλλά μέσα από μια σειρά από βαθύτερες αξιακού χαρακτήρα παραδοχές.
Ο ερευνητής θα χρειαστεί να συγκρουστεί με την αυθόρμητη τάση που τον οδηγεί να χειριστεί το υλικό του με τρόπο που απλώς επιβεβαιώνει τις υποθέσεις του και μέσω αυτών τις αρχές του. Η δέουσα στάση εδώ είναι, κατ’ αρχή, να διαχωρίζει κανείς, όσο αυτό είναι δυνατό, την πραγματολογική έρευνα από την κριτική ανάλυση. Στην πραγματολογική έρευνα να προσπαθεί να είναι καταρχήν «αντικειμενικός» δηλαδή να συγκεντρώνει και να εκθέτει όλα τα στοιχεία (γεγονότα, συμπεριφορές, απόψεις) που βρίσκονται στο πεδίο που μελετά και στα οποία η πρόσβασή του είναι εφικτή. Στην συνέχεια η κριτική ανάλυση του πραγματολογικού υλικού θα πρέπει να γίνεται από «θέση», δηλαδή, ο ερευνητής θα πρέπει να καθιστά σαφές μέσα από ποιά αξιακή γωνία προσεγγίζει το υλικό του και με ποιά ιεράρχηση κριτηρίων το αναλύει και συμπεραίνει.
Ένας εναλλακτικός και ιδιαίτερα πρόσφορος τρόπος διατύπωσης των υποθέσεων/επιχειρημάτων είναι με μορφή ερωτημάτων. Εδώ ο ερευνητής δεν αποφαίνεται εξ αρχής περί του τι ισχύει, δεν διατυπώνει δηλαδή με θετικό τρόπο τις θέσεις/επιχειρήματά του, αλλά θέτει ερωτήματα σχετικά με το τι μπορεί να ισχύει.
Ο τρόπος με τον οποίο διατυπώνονται τα ερωτήματα μπορεί να είναι διττός: ερώτημα με εναλλακτικές απαντήσεις ή ανοικτό ερώτημα. Στην πρώτη περίπτωση η διατύπωση παίρνει την μορφή «ισχύει αυτό ή εκείνο;». Στην δεύτερη περίπτωση: «τι συμβαίνει εδώ;».
Η διατύπωση ερωτημάτων αντί υποθέσεων δημιουργεί λιγότερη πίεση στον ερευνητή, αν και δεν εξουδετερώνει τις αυθόρμητες τάσεις επαλήθευσης των αξιακών του παραδοχών. Ειδικά η διατύπωση ανοικτού ερωτήματος διευκολύνει τα πράγματα όταν το πεδίο είναι σχετικά αδιερεύνητο, τα άγνωστα δεδομένα πολλά άρα και η εκ των προτέρων διατύπωση υποθέσεων δυσχερής.
4. Προσδιορισμός των πηγών και της μεθοδολογίας
Παράλληλα με τη διατύπωση των υποθέσεων/επιχειρημάτων προσδιορίζονται οι πηγές από τις οποίες θα αντληθούν οι πληροφορίες (δευτερογενείς και πρωτογενείς), καθώς και η βασική μεθοδολογία που θα ακολουθήσουμε.
5. Πλάνο και δομή της εργασίας
Τα παραπάνω πρέπει να καταγραφούν σε ένα σύντομο κείμενο που θα αποτελέσει και τη βάση έγκρισης της εργασίας από τους καθηγητές/ριες που την επιβλέπουν. Στο κείμενο αυτό θα πρέπει να περιλαμβάνεται μια βασική περιγραφή των υπό διερεύνηση φαινομένων, των ερωτημάτων/υποθέσεων εργασίας/επιχειρημάτων καθώς και μια αρχική βιβλιογραφία. Τα παραπάνω υπόκεινται σε πιθανές τροποποιήσεις (εμπλουτισμό, διεύρυνση ή περιορισμό του θέματος, τροποποίηση υποθέσεων, ερωτημάτων).
6. Μέρη της εργασίας
6.1. Η εισαγωγή
Η εισαγωγή συστήνεται να γράφεται στην τελική της εκδοχή μετά την ολοκλήρωση του κύριου κορμού της εργασίας. Κι αυτό διότι ο στόχος της είναι να δώσει μια σύντομη συνολική εικόνα των στόχων και της προβληματικής της εργασίας, της επιχειρηματολογίας και των επί μέρους τμημάτων της. Η εικόνα αυτή ολοκληρώνεται μόνο μετά την οριστικοποίηση του κειμένου. Στην εισαγωγή πρέπει να περιλαμβάνονται: α) τα ερευνητικά ερωτήματα και οι υποθέσεις εργασίας/επιχειρήματα που θα υποστηρίξουμε, β) η σημασία και πιθανή πρωτοτυπία αυτής της έρευνας, γ) η ερευνητική και αναλυτική μεθοδολογία που ακολουθείται -πώς θα τα απαντήσουμε και γιατί με αυτόν τον τρόπο-, δ) τα θεωρητικά μοντέλα που πιθανόν χρησιμοποιούνται και, ενδεχομένως, ε) μια συζήτηση των πιθανών δυσκολιών που αντιμετωπίζει η έρευνα.
6.2. Τα κεφάλαια
Τα κεφάλαια πρέπει να είναι ομοιογενή και να πραγματεύονται ολοκληρωμένα ένα οριοθετημένο – ολοκληρωμένο κομμάτι της εργασίας.
Τα κεφάλαια συνδέονται ρητά εξ αρχής, στην εισαγωγή τους, με το κεντρικό μας θέμα και επιχείρημα, και εξηγούν ποια διάστασή του θα εξετάσουν και θα αναλύσουν ώστε να υποστηρίξουν εν τέλει την επιχειρηματολογία μας ή να επιβεβαιώσουν τις υποθέσεις μας.
Τα πρώτα κεφάλαια αφιερώνονται συνήθως στα θεωρητικά ζητήματα. Αναλύουμε βασικές έννοιες και βασικές θεωρίες ή δημοσιευμένες μελέτες γύρω από το θέμα μας, εξηγώντας έτσι τις βασικές έννοιες και το θεωρητικό πλαίσιο που θα χρησιμοποιήσουμε στην ειδικότερη ανάλυσή μας στη συνέχεια, και πιθανά σημαντικά κενά στη βιβλιογραφία τα οποία θα καλύψουμε. ΔΕΝ αναλύουμε θεωρίες και έννοιες που δεν χρειάζονται για την ειδικότερη ανάλυση και επιχειρηματολογία μας στη συνέχεια.
Στα επόμενα ακολουθεί η παρουσίαση της ειδικής έρευνας -θεωρητικής, ποιοτικής ή ποσοτικής- και των συμπερασμάτων της. Στο τέλος κάθε κεφαλαίου, ειδικά σε μεγάλες εργασίες καλό είναι να συνοψίζονται τα βασικά σημεία και να γίνεται σύνδεση με την ανάλυση που θα ακολουθήσει.
Τα επιμέρους κεφάλαια πρέπει να συνδέονται με λογική συνοχή μεταξύ τους: πώς συνδέονται το ένα με το άλλο και γιατί ακολουθούμε αυτή τη σειρά στην ανάλυση των κεφαλαίων;
6.3. Τα συμπεράσματα
Τα συμπεράσματα συνοψίζουν τα όσα εκτέθηκαν σε όλα τα κεφάλαια και υπογραμμίζουν τις απόψεις του συγγραφέα σχετικά με το τι πραγματικά συμβαίνει στην πράξη, τα θετικά και τα αρνητικά σημεία, την επάρκεια ή ανεπάρκεια των τρόπων ενέργειας και των συμπεριφορών που παρατηρούνται στο συγκεκριμένο πεδίο που μελετήθηκε κλπ. Στα συμπεράσματα ο συγγραφέας τοποθετείται έναντι των υποθέσεων εργασίας/επιχειρημάτων που έχει διατυπώσει στην εισαγωγή (επιβεβαιώνονται, τροποποιούνται ή διαψεύδονται;), και δίνει απαντήσεις στα αρχικά ερευνητικά ερωτήματα.
Στον επίλογο είναι σκόπιμο να εξηγούμε επίσης τη σημασία των πορισμάτων της έρευνάς μας και να επισημαίνουμε κενά και ζητήματα που προέκυψαν από αυτή και μπορούν/είναι σκόπιμο να μελετηθούν με περαιτέρω έρευνα.
6.4. Παραπομπές και βιβλιογραφία
Η καταγραφή των πηγών που έχουμε χρησιμοποιήσει στην εργασία μας είναι αυτονόητη τόσο για την επαρκή τεκμηρίωσή της όσο και για τη διασφάλιση του συγγραφέα έναντι της πιθανότητας να θεωρηθεί η εργασία του προϊόν λογοκλοπής. Ο/η φοιτητής/τρια, λοιπόν, οφείλει να καταγράψει τον πλήρη κατάλογο των πηγών του στο τέλος της εργασίας του/της, είτε με αλφαβητική σειρά ή με αύξοντα αριθμό ανάλογα με το βιβλιογραφικό σύστημα που χρησιμοποιεί, ενώ εντός του κειμένου της εργασίας του -και πάλι ανάλογα με το σύστημα που χρησιμοποιεί- οφείλει να καταδείξει συνοπτικά την πηγή που έχει χρησιμοποιήσει.
Συνίσταται, λοιπόν, κατά τη συγκέντρωση και μελέτη των πηγών που θα αξιοποιηθούν στην εργασία να τηρούνται τα ακόλουθα στοιχεία ταυτοποίησης πηγών (αποφεύγετε τον κόπο να τα αναζητάτε στο τέλος) :
• Ονοματεπώνυμο συγγραφέα/ων της πηγής
• Έτος της δημοσίευσης.
• Τίτλος της πηγής (βιβλίου, άρθρου).
• Όνομα του επιμελητή/των (σε συλλογικούς τόμους ή πρακτικά
• συνεδρίων)
• Τίτλος της συλλογικής έκδοσης (σε συλλογικούς τόμους ή πρακτικά
• συνεδρίων)
• Όνομα του εκδότη
• Τόπος έκδοσης
• Αριθμός σελίδων (άρθρο, πρακτικά συνεδρίου, βιβλίο, εφημερίδα)
• Αριθμός Τόμου και Τεύχους (σε περίπτωση περιοδικού).
• URL με την ημερομηνία πρόσβασης (ηλεκτρονική πηγή).
6.4.1. Παραπομπές
Με τον όρο βιβλιογραφική παραπομπή εννοούμε τον τρόπο με τον οποίο δηλώνουμε ότι μία ορισμένη πληροφορία ή ιδέα που παραθέτουμε, στη ροή της εργασίας μας, έχει προέλθει από μία πηγή. Ως παραπομπές χρησιμοποιούνται απόψεις, ιδέες, θεωρίες, και αποτελέσματα άλλων συγγραφέων που σχετίζονται με το θέμα που επεξεργάζεται η/ο συγγραφέας.
6.4.2. Τρόποι χρήσης παραπομπής
• Αυτολεξεί παράθεση με τη χρήση εισαγωγικών. Το κείμενο που παρατίθεται αυτολεξεί θα πρέπει να αποτυπώνεται όπως ακριβώς εμφανίζεται στο αρχικό κείμενο. Εάν παραλείπεται τμήμα του, τότε το σημείο που δεν αναφέρεται παρίσταται με τρεις τελείες (…). Αν το απόσπασμα πηγής που χρησιμοποιούμε είναι μικρότερο των 40 λέξεων, τίθεται εντός εισαγωγικών και γράφεται με πλάγια γράμματα. Αν είναι μεγαλύτερο, μπορεί να τοποθετηθεί κάτω από την παράγραφο, στην οποία εντάσσεται με εσοχή μεγαλύτερη αυτής από αριστερά.
• Παράφραση και περίληψη. Αφορούν συμπυκνωμένη καταγραφή με τα λόγια του συγγραφέα της πηγής, χωρίς να παραποιείται το αρχικό νόημα για ιδίους λόγους. Η παράφραση αφορά μικρότερο μέρος της πηγής, η περίληψη μπορεί και το σύνολο του βιβλίου ή ένα κεφάλαιο.
6.4.3. Οδηγίες για τη χρήση παραπομπών με το σύστημα Harvard
• Όταν καταχωρίζονται στοιχεία από πηγές (στατιστικά ή νομικά), καταγράφεται ο Οργανισμός και το έτος έκδοσης (ΕΛΣΤΑΤ, 2002).
• Όταν αντλούνται στοιχεία από το Διαδίκτυο, αναγράφεται ο οργανισμός ή ο συγγραφέας και το έτος δημοσιοποίησης, εάν υπάρχει.
Παραδείγματα παραπομπών
(Butler, 2002) / (Butler, 2002:56) / (Butler, 2002:42-88) / (Butler, 2002α) / (Butler 2002β) / (Butler, 2002, 2005, 2006) / Butler και Johnson, 2003 / (Butler, 2004∙ Johnson, 2015∙ Ferguson, 2016).
6.4.5. Βιβλιογραφικές Αναφορές
Οι κάθε μορφής πηγές που αξιοποιήθηκαν μέσα στο κείμενο (παραπομπές) αναφέρονται αναλυτικά στο τέλος με τη συνδρομή των βιβλιογραφικών αναφορών. Έχουν αναπτυχθεί διάφορα συστήματα βιβλιογραφικών αναφορών, τα οποία διαφέρουν ως προς τον τρόπο με τον οποίο δομείται και παρουσιάζεται η βιβλιογραφική πληροφορία. Γι’ αυτό και πρέπει να χρησιμοποιείται με συνέπεια ένα μόνο σύστημα τη φορά.
6.4.6. Οδηγίες για τη χρήση βιβλιογραφικών αναφορών με το σύστημα Harvard
Η παράθεση της βιβλιογραφίας γίνεται στο τέλος και προηγείται η ελληνόγλωσση. Οι βιβλιογραφικές αναφορές λαμβάνουν τις εξής μορφές:
• Βιβλία:
– Featherstone, Kevin, και Δημήτρης Παπαδημητρίου. 2010, Τα Όρια του Εξευρωπαϊσμού. Δημόσια Πολιτική και Μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα, Αθήνα: Εκδόσεις Οκτώ.
– McAdam, Doug. 1999, Political Process and the Development of Black Insurgency 1930-1970, Chicago: The University of Chicago Press.
– Olson, Mancur. 1968, The Logic of Collective Action, New York: Shocken Books.
– Della Porta, Donatella, και Mario Diani. 2006, Social Movements: An Introduction, 2nd edition, Malden: Blackwell.
• Άρθρα από επιστημονικά περιοδικά:
– Ψυχάρης, Ιωάννης. 2014, Η σύγχρονη εμπειρία σχεδιασμού και υλοποίησης περιφερειακών προγραμμάτων στην Ελλάδα: μια πρώτη καταγραφή και απόπειρα αξιολόγησης, Περιφέρεια (Region & Periphery) 4, σ. 199-229.
– Kitschelt, Herbert. 1986, Political Opportunity Structures and Political Protest: Anti-Nuclear Movements in Four Democracies, British Journal of Political Science 16(1), σ. 57-85.
– Snow, David, Rochford Burke, Steven Worden, και Robert Benford. 1986, Frame Alignment Processes, Micro-mobilization, and Movement Participation, American Sociological Review 51(4), σ. 464-481.
• Άρθρα από εφημερίδες:
– Χατζής, Αριστείδης. 2008. Το πανεπιστήμιο πρέπει να μένει πάντα ανοικτό. Καθημερινή, 6 Οκτωβρίου, σ. 12.
• Συλλογικοί τόμοι:
– Ανδρέου, Γιώργος, και Μαρτινιανός Λύκος. 2011, Ο εξευρωπαϊσμός της ελληνικής περιφερειακής πολιτικής’, στο Εξευρωπαϊσμός στο Μεσογειακό Χώρο, Ναπολέων Μαραβέγιας (επιμ.), Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 259-286.
– Goldstone, Jack, Ted Robert Gurr, και Frank Moshiri, επιμ. 1991, Revolutions of the Late Twentieth Century, Boulder: Westview Press.
– Johnston, Hank. 2002, Verification and Proof in Frame and Discourse Analysis, στο Methods of Social Movement Research, Bert Klandermans and Suzanne Staggenborg, επιμ. Minneapolis: University of Minnesota Press, σ. 65-95.
• Διδακτορικά ή μεταπτυχιακές εργασίες:
– Σιδερή, Μαρία. 2004, Οι σύλλογοι ως φορείς της ελληνικής εθνικιστικής ιδεολογίας. Μυτιλήνη, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Ιστορίας (Αδημοσίευτη Διδακτορική Διατριβή).
• Δημοσιεύσεις από Οργανισμούς, Φορείς κ.α.
– Ελληνική Δημοκρατία. 2000, Νόμος 2860/2000 ‘Διαχείριση, Παρακολούθηση και Έλεγχος του Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης και άλλες διατάξεις’, Αθήνα, http://www.espa.gr/elibrary/N2860_141100_fek251.pdf [ανακτήθηκε 19 Ιουλίου 2009]
– Υπουργείο Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας Γενική Γραμματεία Επενδύσεων και Ανάπτυξης. 2009, Στρατηγική Έκθεση Παρακολούθησης ΕΣΠΑ 2007-2013, Αθήνα, http://www.kriti-aigaio.gr/elibrary/StratigikiEkthesiESPA.pdf [ανακτήθηκε 3 Απριλίου 2023]
• Websites:
– Gerber, Beth. 2003, Spring Antiglobalization Movement, http://www.gn.apc.org [ανακτήθηκε 15 Ιουνίου 2003].